πῶμ'

πῶμ'
πῶμα , πῶμα 1
lid
neut nom/voc/acc sg
πῶμα , πῶμα 2
drink
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταπωμάζω — (Α) βάζω καλά το πώμα, κλείνω ερμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πωμ άζω (< πώμα), πρβλ. ανα πωμάζω, επι πωμάζω] …   Dictionary of Greek

  • πώμα — (I) το / πῶμα, πώματος, ΝΑ κάλυμμα, σκέπασμα, τάπα, καπάκι (α. «βάλε το πώμα στο μπουκάλι γιατί θα εξατμιστεί το οινόπνευμα» β. «ὡς εἴ τε φαρέτρη πῶμ ἐπιθείη», Ομ. Οδ.) αρχ. τάφος, μνήμα («εἶδε δὲ τέκνου πώματι λαϊνέῳ σῶμα κατισχόμενον», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

  • σκεδάννυμι — και σκεδαννύω ΜΑ 1. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», Ομ. Ιλ. β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) διαλύω (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι...… …   Dictionary of Greek

  • χηλός — ὁ, Α 1. μεγάλο ξύλινο κιβώτιο, σεντούκι για φύλαξη ενδυμάτων και σκευών, συνήθως διακοσμημένο (α. «χηλοῡ δ ἄπο πῶμ ἀνέῳγεν καλῆς, δαιδαλέης», Ομ. Ιλ. β. «χηλοῡ... καλεῑται δὲ παρὰ μὲν Λάκωσι κιβωτός, παρὰ δὲ Ἀττικοῑς λάρναξ», Σχόλ. Ιλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”